Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυκρισία οι ευθυκρισίες
      γενική της ευθυκρισίας των ευθυκρισιών
    αιτιατική την ευθυκρισία τις ευθυκρισίες
     κλητική ευθυκρισία ευθυκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευθυκρισία < ευθυ- + κρίσ(η) +-ία κατά την (ελληνιστική κοινή) δικαιοκρισία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fθi.kɾiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐θυ‐κρι‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευθυκρισία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία