ευθηνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευθηνός | η | ευθηνή | το | ευθηνό |
γενική | του | ευθηνού | της | ευθηνής | του | ευθηνού |
αιτιατική | τον | ευθηνό | την | ευθηνή | το | ευθηνό |
κλητική | ευθηνέ | ευθηνή | ευθηνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευθηνοί | οι | ευθηνές | τα | ευθηνά |
γενική | των | ευθηνών | των | ευθηνών | των | ευθηνών |
αιτιατική | τους | ευθηνούς | τις | ευθηνές | τα | ευθηνά |
κλητική | ευθηνοί | ευθηνές | ευθηνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευθηνός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθηνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fθiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θη‐νός
Επίθετο επεξεργασία
ευθηνός
- (αρχαιοπρεπές) φθηνός, φτηνός → δείτε στην καθαρεύουσα εὐθηνός
Συγγενικά επεξεργασία
- ευθυνά (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευθηνός
|
Πηγές επεξεργασία
- ευθηνός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)