ευδοκιμώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευδοκιμώ < αρχαία ελληνική εὐδοκιμῶ
Ρήμα επεξεργασία
ευδοκιμώ
- (λόγιο) ασχολούμαι με κάτι με επιτυχία, πετυχαίνω
- (λόγιο) ευημερώ
- (ειδικότερα) (για φυτά) βρίσκω ή έχω τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες για να αναπτυχθώ