εσωτερικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσωτερικότητα < εσωτερικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εσωτερικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εσωτερικού
- η ύπαρξη σημαντικού και πλούσιου εσωτερικού κόσμου (πνευματικών, ψυχικών, διανοητικών κ.ά. χαρισμάτων)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσωτερικότητα