ερμητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ερμητικά < ερμητικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ερμητικά
- εντελώς, τελείως κλειστά
- ↪ μάτια ερμητικά κλειστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερμητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ερμητικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ερμητικό) του ερμητικός