Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερμάτισμα τα ερματίσματα
      γενική του ερματίσματος των ερματισμάτων
    αιτιατική το ερμάτισμα τα ερματίσματα
     κλητική ερμάτισμα ερματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερμάτισμα < ερματίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερμάτισμα ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, νεολογισμός) η τοποθέτηση έρματος (συνήθως αναφέρεται σε φελλούς για το ψάρεμα)
    ※  Περιγραφή. Νέο μοντέλο Stick φελλού, ειδικός για γρήγορες ρυθμίσεις ερματίσματος. Αποσπώμενα βαρίδια στην κεφαλή του φελλού για μεγαλύτερο ερμάτισμα ([1])
    ※  Φελλός ... με αφαιρούμενα βάρη για μεγαλύτερο ερμάτισμα και δυνατότητα μικρορύθμισης του ερματίσματος από 0-1,0g ([2])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία