ερειστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερειστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρειστικός < ἐρείδω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρει‐στι‐κός
- ομόηχο: εριστικός
Επίθετο επεξεργασία
ερειστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έρεισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερειστικός
|