Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερεισίνωτο τα ερεισίνωτα
      γενική του ερεισίνωτου των ερεισίνωτων
    αιτιατική το ερεισίνωτο τα ερεισίνωτα
     κλητική ερεισίνωτο ερεισίνωτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερεισίνωτο < καθαρεύουσα ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής < αρχαία ελληνική ἐρείδω (στηρίζω πάνω σε κάτι, ακουμπώ) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερεισίνωτο ουδέτερο (σπάνιο, λόγιο)

  1. η πλάτη, η ράχη ενός καθίσματος
  2. (νεολογισμός) ειδικό στήριγμα πλάτης (ή ποδιών) με ειδικό μηχανισμό που προσδίδει την επιθυμητή κλίση (0 έως 90 μοιρών) ώστε κάποιος (συνήθως κλινήρης ασθενής) να μπορεί να φέρεται σε καθιστή θέση. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και για να ανασηκώνονται σε κάποια κλίση και τα πόδια. Επίσης χρησιμοποιείται και από υγιείς, π.χ. σε πλαζ, σαν μισό κάθισμα για τη στήριξη της πλάτης.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία