Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργομετρικός η εργομετρική το εργομετρικό
      γενική του εργομετρικού της εργομετρικής του εργομετρικού
    αιτιατική τον εργομετρικό την εργομετρική το εργομετρικό
     κλητική εργομετρικέ εργομετρική εργομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργομετρικοί οι εργομετρικές τα εργομετρικά
      γενική των εργομετρικών των εργομετρικών των εργομετρικών
    αιτιατική τους εργομετρικούς τις εργομετρικές τα εργομετρικά
     κλητική εργομετρικοί εργομετρικές εργομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργομετρικός < εργόμετρο

  Επίθετο επεξεργασία

εργομετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία