εργοδικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργοδικότητα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergodicity < αρχαία ελληνική ἔργον + ὁδός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργοδικότητα θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) η ταύτιση τιμών ενός στατιστικού δείγματος με τις αντίστοιχες αναμενόμενες ή τελικές μέσες τιμές
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργοδικότητα