ερασιτεχνικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερασιτεχνικά < ερασιτεχνικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾa.si.te.xniˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρα‐σι‐τε‐χνι‐κά
Επίρρημα επεξεργασία
ερασιτεχνικά
- με ερασιτεχνικό τρόπο, χωρίς επαγγελματικότητα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ερασιτεχνικώς (παρωχημένο)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ερασιτεχνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ερασιτεχνικό) του ερασιτεχνικός