επιτρεπτότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτρεπτότητα < επιτρεπτός + -ότητα (2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική permittivity)
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιτρεπτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επιτρεπτού
- (φυσική) η ιδιότητα ενός διηλεκτρικού μέσου που καθορίζει τις δυνάμεις που τα ηλεκτρικά φορτία ασκούν το ένα στο άλλο, μέσα στο μέσο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτρεπτότητα