επιπολιτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιπολιτισμός < επι- + πολιτισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acculturation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιπολιτισμός αρσενικό
- (νεολογισμός, λόγιο) η διαδικασία (που αφορά μετανάστες ή επήλυδες) υιοθέτησης πολιτισμικών στοιχείων από τον πολιτισμό της κοινωνίας η οποία τους υποδέχεται ή τους ενσωματώνει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιπολιτισμός