επιπεδογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιπεδογραφικός < επιπεδογραφία / επιπεδογράφος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
επιπεδογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την επιπεδογραφία ή τον επιπεδογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επιπεδογράφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιπεδογραφικός
|