επιμόρφωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιμόρφωση | οι | επιμορφώσεις |
γενική | της | επιμόρφωσης* | των | επιμορφώσεων |
αιτιατική | την | επιμόρφωση | τις | επιμορφώσεις |
κλητική | επιμόρφωση | επιμορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈmoɾ.fo.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιμόρφωση θηλυκό
- η εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία αποκτά κάποιος ενήλικος επιπλέον γνώσεις και δεξιότητες σε ένα αντικείμενο, συχνά σχετικό με το επάγγελμά του