Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιλόχειος πυρετός < → δείτε τις λέξεις επιλόχειος και πυρετός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιλόχειος πυρετός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία