Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικεντρώνω < επίκεντρ(ο) + -ώνω. Συγκρίνετε με την ελληνιστική ἐπικεντροῦμαι (κατέχω καίριο σημείο).[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.cenˈdɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κε‐ντρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

επικεντρώνω, αόρ.: επικέντρωσα, παθ.φωνή: επικεντρώνομαι, π.αόρ.: επικεντρώθηκα, μτχ.π.π.: επικεντρωμένος

  1. βάζω κάτι στο επίκεντρο (της προσοχής, του ενδιαφέροντος κ.λπ.)
     συνώνυμα: εστιάζω
  2. (σπάνιο, μαθηματικά) εντοπίζω το κέντρο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επί και κέντρο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία