επικίνδυνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επικίνδυνα < επικίνδυνος + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈcin.ði.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κίν‐δυ‐να
Επίρρημα επεξεργασία
επικίνδυνα
- έχοντας / παρουσιάζοντας κάποιον κίνδυνο
- ↪Ο δρόμος γλιστρούσε επικίνδυνα.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επικίνδυνα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επικίνδυνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επικίνδυνος