επιθυμητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιθυμητικός < αρχαία ελληνική ἐπιθυμητικός
Επίθετο επεξεργασία
επιθυμητικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιθυμητικός
|
Δείτε επίσης : επιθυμητός |
επιθυμητικός
|