Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδιδυμίδα οι επιδιδυμίδες
      γενική της επιδιδυμίδας των επιδιδυμίδων
    αιτιατική την επιδιδυμίδα τις επιδιδυμίδες
     κλητική επιδιδυμίδα επιδιδυμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδιδυμίδα < ελληνιστική κοινή ἐπιδιδυμίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιδιδυμίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία