επιδεινωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδεινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιδεινώνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ði.noˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
επιδεινωμένος, -η, -ο
- που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδεινωμένος
|