Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδίκαση οι επιδικάσεις
      γενική της επιδίκασης* των επιδικάσεων
    αιτιατική την επιδίκαση τις επιδικάσεις
     κλητική επιδίκαση επιδικάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδικάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδίκαση < επί + δίκ- (=δικάζω) + -αση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιδίκαση θηλυκό

  • η αναγνώριση κάποιου δικαιώματος με δικαστική απόφαση

  Μεταφράσεις επεξεργασία