επιβράδυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιβράδυνση | οι | επιβραδύνσεις |
γενική | της | επιβράδυνσης* | των | επιβραδύνσεων |
αιτιατική | την | επιβράδυνση | τις | επιβραδύνσεις |
κλητική | επιβράδυνση | επιβραδύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβραδύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβράδυνση < επιβραδύνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιβράδυνση θηλυκό
- η μείωση της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται μια διαδικασία
- (οικονομία) η μείωση του ρυθμού της ανάπτυξης
- → δείτε τη λέξη ύφεση
- (λογοτεχνία) η καθυστέρηση στην εξέλιξη της πλοκής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις επιβραδύνω και βραδύς