επιβαρυντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβαρυντικός < επιβαρύνω + -τικός < ελληνιστική κοινή ἐπιβαρύνω
Επίθετο επεξεργασία
επιβαρυντικός
- που έχει σχέση με την επιβάρυνση, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- επιβαρυντικά
- → δείτε τις λέξεις επιβαρύνω και βάρος