επαρχιωτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαρχιωτισμός < επαρχία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαρχιωτισμός αρσενικό
- (μειωτικό) η νοοτροπία των κατοίκων της επαρχίας σε αντιπαράθεση με τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής των μεγάλων αστικών κέντρων
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαρχιωτισμός