Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επαπειλούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επαπειλούμεν
ος
η
επαπειλούμεν
η
το
επαπειλούμεν
ο
γενική
του
επαπειλούμεν
ου
της
επαπειλούμεν
ης
του
επαπειλούμεν
ου
αιτιατική
τον
επαπειλούμεν
ο
την
επαπειλούμεν
η
το
επαπειλούμεν
ο
κλητική
επαπειλούμεν
ε
επαπειλούμεν
η
επαπειλούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επαπειλούμεν
οι
οι
επαπειλούμεν
ες
τα
επαπειλούμεν
α
γενική
των
επαπειλούμεν
ων
των
επαπειλούμεν
ων
των
επαπειλούμεν
ων
αιτιατική
τους
επαπειλούμεν
ους
τις
επαπειλούμεν
ες
τα
επαπειλούμεν
α
κλητική
επαπειλούμεν
οι
επαπειλούμεν
ες
επαπειλούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επαπειλούμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
επαπειλώ
Μετοχή
επεξεργασία
επαπειλούμενος
(
λόγιο
) που κινδυνεύει να γίνει, που, όπως φαίνεται, πρόκειται άμεσα να συμβεί και δεν είναι καλό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
επαπειλώ
και
απειλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επαπειλούμενος
γαλλικά
:
menacer
(fr)