επανεξεταστέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανεξεταστέος < επαν- + εξεταστέος[1]
Επίθετο επεξεργασία
επανεξεταστέος, -α, -ο
- (γενικότερα) υποψήφιος που χρειάζεται να διαγωνιστεί, να εξεταστεί ξανά, εκ νέου
- (ειδικότερα, εκπαίδευση) συνώνυμο του μετεξεταστέος και ανεξεταστέος
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανεξεταστέος αρσενικό (θηλυκό επανεξεταστέα)
- επανεξεταστέος (εκπαίδευση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανεξεταστέος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επανεξεταστέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας