επανεξέταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανεξέταση | οι | επανεξετάσεις |
γενική | της | επανεξέτασης* | των | επανεξετάσεων |
αιτιατική | την | επανεξέταση | τις | επανεξετάσεις |
κλητική | επανεξέταση | επανεξετάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεξετάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανεξέταση θηλυκό