Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επανεκλόγιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επανεκλόγιμ
ος
η
επανεκλόγιμ
η
το
επανεκλόγιμ
ο
γενική
του
επανεκλόγιμ
ου
της
επανεκλόγιμ
ης
του
επανεκλόγιμ
ου
αιτιατική
τον
επανεκλόγιμ
ο
την
επανεκλόγιμ
η
το
επανεκλόγιμ
ο
κλητική
επανεκλόγιμ
ε
επανεκλόγιμ
η
επανεκλόγιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επανεκλόγιμ
οι
οι
επανεκλόγιμ
ες
τα
επανεκλόγιμ
α
γενική
των
επανεκλόγιμ
ων
των
επανεκλόγιμ
ων
των
επανεκλόγιμ
ων
αιτιατική
τους
επανεκλόγιμ
ους
τις
επανεκλόγιμ
ες
τα
επανεκλόγιμ
α
κλητική
επανεκλόγιμ
οι
επανεκλόγιμ
ες
επανεκλόγιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επανεκλόγιμος
<
επαν-
+
εκλόγιμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επανεκλόγιμος
θηλυκό
(
πολιτική
) που μπορεί να
επανεκλεγεί
Συγγενικά
επεξεργασία
επανεκλογιμότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επανεκλόγιμος