Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανασίτιση οι επανασιτίσεις
      γενική της επανασίτισης* των επανασιτίσεων
    αιτιατική την επανασίτιση τις επανασιτίσεις
     κλητική επανασίτιση επανασιτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανασιτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανασίτιση < επανα- + σίτιση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανασίτιση θηλυκό

  • η εκ νέου έναρξη της σίτισης, που είχε για κάποιο λόγο σταματήσει
    Η σίτιση γίνεται σταδιακά από τους θεράποντες ιατρούς της κλινικής και το τμήμα Διατροφής του Νοσοκομείου, εφαρμόζοντας τις διεθνείς αποδεκτές κατευθυντήριες οδηγίες επανασίτισης. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία