Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανάκληση οι επανακλήσεις
      γενική της επανάκλησης* των επανακλήσεων
    αιτιατική την επανάκληση τις επανακλήσεις
     κλητική επανάκληση επανακλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανάκληση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική callback, μορφολογικά αναλύεται επανά- + κλήση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανάκληση θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία