επί μέρους
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
επί μέρους < αρχαία ελληνική ἐπὶ μέρους[1] < → δείτε τις λέξεις επί/ἐπί & μέρους, γενική του ουσιαστικού μέρος
Έκφραση επεξεργασία
επί μέρους (λόγιο)
- για κάθε πράγμα ή πρόσωπο ενός συνόλου από ξεχωριστή οπτική γωνία, χωριστό από τα άλλα
- ↪ Θα εξετάσουμε τα επί μέρους προβλήματα ένα ένα.
- για κάτι που γίνεται απομονωμένα
- ↪ Το σημαντικότερο στοιχείο του συνεδρίου δεν είναι οι ομιλίες αλλά οι επί μέρους επαφές.
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επί μέρους
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιμέρους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)