επίχωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίχωμα < αρχαία ελληνική ἐπιχώννυμι + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίχωμα ουδέτερο
- σωρός χώματος και άλλων υλικών που ανυψώνει το έδαφος ή γεμίζει κάποιο κοίλωμα
- πρόχειρη / προσωρινή χωμάτινη οχύρωση (μπροστά από χαράκωμα ή αλλού)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίχωμα