επίλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίλυση | οι | επιλύσεις |
γενική | της | επίλυσης* | των | επιλύσεων |
αιτιατική | την | επίλυση | τις | επιλύσεις |
κλητική | επίλυση | επιλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίλυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίλυ(σις) + -ση (αρχαία σημασία: γλιτωμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επί- + λύση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίλυση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις λύση και λύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίλυση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επίλυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας