Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωτερικός σύνδεσμος < → δείτε τις λέξεις εσωτερικός και σύνδεσμος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική external link

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εξωτερικός σύνδεσμος

Αντώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία