Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωστρεφώς < εξωστρεφ(ής) + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

εξωστρεφώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία