εξωκοσμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωκοσμικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξωκοσμικός αρσενικό
- ο αλλόκοτος, ο απόκοσμος
- ο πνευματικός
- (φυσική) ο προερχόμενος από διαφορετικό σύμπαν, ο προερχόμενος από διαφορετικό κόσμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωκοσμικός
|