εξωγαμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωγαμία < γαλλική exogamie < αρχαία ελληνική ἔξέω + γαμέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kso.ɣaˈmi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξωγαμία θηλυκό
- (κοινωνιολογία) παράδοση που προκρίνει τον γάμο μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής κοινωνικής τάξης, ομάδας κ.λπ.