Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξουθενώνω < αρχαία ελληνική ἐξουθενῶ

  Ρήμα επεξεργασία

εξουθενώνω (παθητική φωνή εξουθενώνομαι)

  • μειώνω την σωματική ή/και την ψυχική δύναμη κάποιου άλλου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία