Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξονειδιστικός η εξονειδιστική το εξονειδιστικό
      γενική του εξονειδιστικού της εξονειδιστικής του εξονειδιστικού
    αιτιατική τον εξονειδιστικό την εξονειδιστική το εξονειδιστικό
     κλητική εξονειδιστικέ εξονειδιστική εξονειδιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξονειδιστικοί οι εξονειδιστικές τα εξονειδιστικά
      γενική των εξονειδιστικών των εξονειδιστικών των εξονειδιστικών
    αιτιατική τους εξονειδιστικούς τις εξονειδιστικές τα εξονειδιστικά
     κλητική εξονειδιστικοί εξονειδιστικές εξονειδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξονειδιστικός < εξονειδίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εξονειδιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία