εξομολογητήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξομολογητήριο < εξομολογώ + -τήριο (2.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική confessional)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξομολογητήριο ουδέτερο
- (θρησκεία) χώρος όπου γίνεται η εξομολόγηση
- (θρησκεία) (ειδικότερα) κλειστός χώρος εντός καθολικής εκκλησίας, όπου γίνεται η εξομολόγηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξομολογώ