Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξευμενίζω < ελληνιστική κοινή ἐξευμενίζω < ἐξ- + αρχαία ελληνική εὐμενίζομαι < εὐμενής < εὖ + μένος

  Ρήμα επεξεργασία

εξευμενίζω (παθητική φωνή: εξευμενίζομαι)

  1. κάνω κάτι σε κάποιον που έχω εκνευρίσει για να τον ηρεμήσω, τον καλοπιάνω
  2. εκφράζω κάτι αρνητικό με ευχάριστο τρόπο ιδεοληπτικά αποφεύγοντας αρνητικές μνήμες ή συναισθήματα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία