Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαραβίζω < εξ- + αραβίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksa.ɾaˈvi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐ρα‐βί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εξαραβίζω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία