Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξακτινώνω < εξ- + ακτίν(α) + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksa.ktiˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐κτι‐νώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐α‐κτι‐νώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

εξακτινώνω, αόρ.: εξακτίνωσα, παθ.φωνή: εξακτινώνομαι, π.αόρ.: εξακτινώθηκα, μτχ.π.π.: εξακτινωμένος

  1. (λόγιο, σπάνιο) ακτινοβολώ
  2. (λόγιο) διαχέω, εξαπλώνω (με βάση κάποιο κέντρο)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία