Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαερωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαερωτικ
ός
η
εξαερωτικ
ή
το
εξαερωτικ
ό
γενική
του
εξαερωτικ
ού
της
εξαερωτικ
ής
του
εξαερωτικ
ού
αιτιατική
τον
εξαερωτικ
ό
την
εξαερωτικ
ή
το
εξαερωτικ
ό
κλητική
εξαερωτικ
έ
εξαερωτικ
ή
εξαερωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαερωτικ
οί
οι
εξαερωτικ
ές
τα
εξαερωτικ
ά
γενική
των
εξαερωτικ
ών
των
εξαερωτικ
ών
των
εξαερωτικ
ών
αιτιατική
τους
εξαερωτικ
ούς
τις
εξαερωτικ
ές
τα
εξαερωτικ
ά
κλητική
εξαερωτικ
οί
εξαερωτικ
ές
εξαερωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαερωτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εξαερωτικός, -ή, -ό
που προκαλεί την
εξαέρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαερωτικός