Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάπτω

  Ρήμα επεξεργασία

εξάπτομαι , στ.μέλλ.: θα εξαφθώ, αόρ.: εξάφθηκα, μτχ.π.π.: εξημμένος

  1. με εξάπτουν
    με αυτές τις διηγήσεις εξάφθηκε η φαντασία του
  2. θυμώνω, νευριάζω, "ανάβω"
    μην εξάπτεσαι, θα σου τα εξηγήσω όλα!

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία