εξάδυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξάδυμος | η | εξάδυμη | το | εξάδυμο |
γενική | του | εξάδυμου | της | εξάδυμης | του | εξάδυμου |
αιτιατική | τον | εξάδυμο | την | εξάδυμη | το | εξάδυμο |
κλητική | εξάδυμε | εξάδυμη | εξάδυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξάδυμοι | οι | εξάδυμες | τα | εξάδυμα |
γενική | των | εξάδυμων | των | εξάδυμων | των | εξάδυμων |
αιτιατική | τους | εξάδυμους | τις | εξάδυμες | τα | εξάδυμα |
κλητική | εξάδυμοι | εξάδυμες | εξάδυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εξάδυμος, -η, -ο
- που έχει γεννηθεί με άλλα επτά αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξάδυμος αρσενικό (θηλυκό εξάδυμη)
- ένα από τα εξάδυμα αδέλφια
Συγγενικά επεξεργασία
- δίδυμος / δίδυμα
- τρίδυμος / τρίδυμα
- τετράδυμος τετράδυμα
- πεντάδυμος / πεντάδυμα
- εξάδυμος / εξάδυμα
- επτάδυμος / επτάδυμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξάδυμος
|