εξάγωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξάγωνο | τα | εξάγωνα |
γενική | του | εξαγώνου & εξάγωνου |
των | εξαγώνων |
αιτιατική | το | εξάγωνο | τα | εξάγωνα |
κλητική | εξάγωνο | εξάγωνα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξάγωνο < αρχαία ελληνική ἑξάγωνον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksa.ɣo.no/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξάγωνο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξάγωνο
|