Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν τούτω < (καθαρεύουσα ) < ἐν τούτῳ (δοτική ενικού του ουδέτερου τοῦτο) → δείτε τις λέξεις εν και τούτο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν τούτω

Δείτε επίσης επεξεργασία