εν πρώτοις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν πρώτοις < (καθαρεύουσα ) ἐν πρώτοις (δοτική πληθυντικού του πρῶτος) → δείτε τις λέξεις εν και πρώτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν πρώτοις
- (λόγιο) αρχικά, πρώτα απ΄ όλα
- ↪ εν πρώτοις, ας εξετάσουμε τα αίτια
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν πρώτοις
|